ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Μια οικονομία που αναπτύσσεται είναι μια οικονομία που εξασφαλίζει περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα για όλους. Με δικαιότερη φορολογία που θα απελευθερώνει την παραγωγικότητα και τη δημιουργικότητα, ώστε κάθε Έλληνας να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής για τον ίδιο και την οικογένεια του.
Υλοποιούμε άμεσα:
- Καθιέρωση εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στα φυσικά πρόσωπα 9%, από 22% που είναι σήμερα.
- Νέα, προοδευτική, φορολογική κλίμακα με πολύ χαμηλότερο ανώτατο φορολογικό συντελεστή από τον σημερινό.
- Φορολογικά κίνητρα για τη στήριξη της οικογένειας: Επιπλέον αφορολόγητο 1,000 ευρώ για κάθε παιδί.
- Κατάργηση του υπο-κατώτατου μισθού (511€) για τους νέους κάτω των 25 ετών.
- Ειδική ρύθμιση 120 δόσεων για όλους τους πολίτες που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Κι αυτό αφορά κατ’εξοχήν τις Ελληνίδες και τους Έλληνες που χρωστούν στο Κράτος μέχρι 3.000 ευρώ, δηλαδή 4 στους 5 οφειλέτες. Ώστε να κάνουν μια νέα αρχή στις σχέσεις τους με το Δημόσιο.
Και προχωρούμε:
- Μείωση του ΦΠΑ, με καθιέρωση τελικά δύο συντελεστών 11% και 22%, από 13% και 24% σήμερα.
- Σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
- Ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού μετά από διάλογο των εταίρων και εξέταση των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων.
- Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κύριας σύνταξης στο 15%, από 20% σήμερα, σταδιακά εντός της τετραετίας.
- Αξιοπρεπείς συντάξεις με βιώσιμο ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό σύστημα τριών υλώνων, όπως στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που θα συνδυάζει τον πρώτο αναδιανεμητικό πυλώνα (εθνική σύνταξη και αναλογική σύνταξη με βάση τις εισφορές στον «κοινό κουμπαρά») με έναν δεύτερο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα (εισφορές των νέων εργαζόμενων σε έναν «ατομικό κουμπαρά» που θα έχει αποθεματικό που θα φέρνει αποδόσεις) και έναν τρίτο εθελοντικό.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Νέες δουλειές, υψηλότερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εργασίας δημιουργούν μόνο οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Αυτές θέλουμε να ενθαρρύνουμε βάζοντας τέλος στην πολιτική της υπερφορολόγησης και προσφέροντας στοχευμένα κίνητρα για νέες επενδύσεις.
Υλοποιούμε άμεσα:
- Μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 20% σε δύο φάσεις, προκειμένου να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για νέες επενδύσεις.
- Μείωση της φορολόγησης στα μερίσματα από το 15% στο 5%, που ευνοεί κυρίως τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες.
- Αύξηση του ορίου υπαγωγής στο ΦΠΑ στις 25,000 € από τις 10,000 €, ώστε να περιοριστεί η γραφειοκρατία και να διευκολυνθεί η ίδρυση και λειτουργία μικρών επιχειρήσεων και η δραστηριότητα των ελεύθερων επαγγελματιών.
- Φορολογικά κίνητρα για όσες επιχειρήσεις προχωρούν σε επενδύσεις όπως οι υπεραποσβέσεις, ο διπλασιασμός της περιόδου συμψηφισμού ζημιών με κέρδη, η αποσαφήνιση της φορολογικής κατοικίας και η ενίσχυση του προγράμματος golden visa/non-dom, για την προσέλκυση κεφαλαίων και αλλοδαπών επενδυτών.
- Ευνοϊκή φορολόγηση των αγροτικών συλλογικών σχημάτων με συντελεστή 10% για την ουσιαστική στήριξη των ομάδων παραγωγών, την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, των συνεργειών και της εξωστρέφειας του πρωτογενή τομέα.
Και προχωρούμε:
Όποιος θέλει να επενδύσει στην Ελλάδα θα έχει απέναντί του ένα κράτος φιλικό.
- Εισαγωγή στην αδειοδοτική διαδικασία αποκλειστικών προθεσμιών, και όταν αυτές δεν τηρούνται τότε η αρμοδιότητα θα μεταβιβάζεται σε μία υπερκείμενη Αρχή, σε επίπεδο Υφυπουργού. Οι επιχειρήσεις δεν θα εμπλέκονται σε έναν αδειοδοτικό κυκεώνα ο οποίος τελικά καταλήγει στο να αποθαρρύνει τις νέες πρωτοβουλίες.
- Εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, που περνάει μέσα από την πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να ενισχυθεί η παραγωγικότητα τόσο της βιομηχανίας και της μεταποίησης, όσο και του πρωτογενούς τομέα.
- Ενίσχυση της ρευστότητας με άμεση εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και πλήρη αξιοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που σήμερα τροφοδοτεί τα υπερπλεονάσματα αντί να στηρίζει την πραγματική οικονομία και τις βασικές υπηρεσίες του κράτους (π.χ. αγορά νέων οχημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας).
Μείωση στο 24% από 40% που είναι σήμερα, της πραγματικής φορολογικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις.